μονοτονικός

μονοτονικός
-ή, -ό
1. που έχει μόνο έναν τόνο.
2. το ουδ., μονοτονικό ως ουσ., το σύστημα γραφής στο οποίο τονίζονται μόνο με ενός είδους τόνο οι υπερμονοσύλλαβες λέξεις (αντίθ. πολυτονικό).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοτονικός — ή, ό [μονότονος] 1. (για τρόπο γραφής) αυτός στον οποίο χρησιμοποιείται ένας μόνο τόνος 2. φρ. «μονοτονικό σύστημα» ο τρόπος γραφής τής Νεοελληνικής που καθιερώθηκε το 1982, και κατά τον οποίο χρησιμοποιείται στον τονισμό τών λέξεων μόνο ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”